- ελεήμων
- -ον και ελεήμονας, ο (AM ἐλεήμων, -ον)1. αυτός που αισθάνεται έλεος, οίκτο για όσους πάσχουν ή βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση2. εκείνος που παρέχει ελεημοσύνη σε φτωχούς ή πάσχοντες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐλεήμων — pitiful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημονέστατον — ἐλεήμων pitiful masc acc superl sg ἐλεήμων pitiful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημονέστερον — ἐλεήμων pitiful masc acc comp sg ἐλεήμων pitiful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεῆμον — ἐλεήμων pitiful masc/fem voc sg ἐλεήμων pitiful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεήμονα — ἐλεήμων pitiful neut nom/voc/acc pl ἐλεήμων pitiful masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημονεστάτους — ἐλεήμων pitiful masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημονέστατοι — ἐλεήμων pitiful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημόνων — ἐλεήμων pitiful gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεημόνως — ἐλεήμων pitiful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεήμονας — ἐλεήμων pitiful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)